Samsara...
H Σαμσάρα, είναι λέξη σανσκριτικής προέλευσης και σημαίνει στην κυριολεξία περιστροφή, καθώς αναφέρεται σε μια αντίληψη που είναι πρωταρχικής σημασίας για ινδικές θρησκείες όπως ο βουδισμός, ο ινδουισμός και ο τζαϊνισμός, δηλαδή στον κύκλο των ανθρώπινων επαναγεννήσεων ως επακόλουθο του Κάρμα,
οι οποίες αναπαρίστανται με έναν τροχό που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση.
Η αντίληψη της Σαμσάρα ωστόσο δεν αναφέρεται μονάχα στη διαρκή
επαναγέννηση (πούναρ-τζάνμα) ή μετενσάρκωση της ψυχής (τζίβα) αλλά και
στην περιοδική ανακύκλωση του κόσμου ύστερα από μεγάλα χρονικά
διαστήματα, ο οποίος κατά τη Σαμσάρα υπόκειται σε αέναη ανακύκλωση,
μεταβλητότητα και οδύνη.
Αν και δεν είναι γνωστό το πότε ακριβώς εμφανίστηκε για πρώτη φορά αυτή η αντίληψη, ωστόσο περιέχεται στις Ουπανισάδες ενώ κατά τον 6ο Π.Κ.Ε αιώνα αποτέλεσε μέρος της διδασκαλίας του Βούδα και του Μαχάβιρά.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη ινδουιστική αντίληψη για τη Σαμσάρα δεν μετενσαρκώνεται και κατά συνέπεια ούτε και υπόκειται στον κύκλο του Κάρμα ο υπερβατικός εαυτός δηλαδή το 'Ατμαν ή Πούρουσα των Ινδουϊστών, αλλά η ψυχή "τζίβα" κάθε ανθρώπου, η οποία ανάλογα με την ποιότητα των πράξεων κατά τη διάρκεια της ζωής παίρνει και την ανάλογη κατεύθυνση μετά θάνατον. Η ενάρετη ζωή οδηγεί στο δρόμο των θεών, "ντεβαγιάνα", που καταλήγει στην κατοικία του Μπράχμαν από την οποία οι ενάρετοι δεν θα επιστρέψουν ποτέ πίσω στη γη ενώ όσοι εκτελούν κακές πράξεις εισέρχονται μέσω των προγόνων στο δρόμο του φεγγαριού από όπου και θα επιστρέψουν ξανά στη γη σαν σταγόνες βροχής. Οι ψυχές θα εισέλθουν στα φυτά και μέσω αυτών, όταν αυτά φαγωθούν, θα εισχωρήσουν στο σπέρμα ανθρώπων ή ζώων από το οποίο θα ξαναγεννηθούν. Όσοι έζησαν ενάρετη ζωή επιβιώνουν ως άνθρωποι που ανήκουν σε μια από τις τρεις ανώτερες τάξεις. Στην αντίθετη περίπτωση θα βρεθούν στην κόλαση ή θα επαναγεννηθούν με τη μορφή ανθρώπου κατώτερης κάστας, ζώου, εντόμου ή φυτού.
Στο βουδισμό η έννοια της Σαμσάρα είναι συννώνυμη μιας διαρκούς κατάστασης δημιουργίας και καταστροφής, σύνθεσης και εξαφάνισης που κυριαρχείται από την αρχή της εξαρτώμενης προέλευσης (πρατίτυα σαμουτπάντα}. Αυτό που επαναβιώνει σε κάθε γέννηση είναι το σύνολο των πέντε "συσσωρεύσεων" ή σκάντας (ύλη, αίσθηση, αντίληψη, βούληση, συνείδηση) που αποτελούν την ανθρώπινη οντότητα. Τα πέντε σκάντας μεταφέρονται από ύπαρξη σε ύπαρξη μέσω της αρχής του Κάρμα.
Οι τζαϊνιστές πιστεύουν ότι η Σαμσάρα είναι μία διαδικασία παγίδευσης της ψυχής από το Κάρμα το οποίο δεν στερείται υπόστασης, ως ουσία που προσκολλάται στην ψυχή έως ότου επέλθει η τελική της λύτρωση. Αν και δεν εξηγούν το πως οι ψυχές μεταπηδούν από τον ένα φορέα στον άλλο μεταξύ των γεννήσεων, ωστόσο πιστεύουν ότι η μετενσάρκωση της ψυχής επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο χωρίς να μεσολαβεί κάποιο διάστημα μεταξύ των δύο.
Ο Βούδας είναι το πρότυπο του ενσαρκωμένου που έγινε θεός, καθώς γλίτωσε από τα δεσμά της Samsara. Για να το καταφέρει αυτό εγκατέλειψε πρώτα τα πλούτη και την δόξα (μια και ήταν πρίγκιπας ενός μικρού κρατιδίου), εγκατέλειψε την γυναίκα και το παιδί που είχε και ξεκίνησε την αναζήτηση του Δάρμα. Έθεσε το σώμα του σε τρομερές στερήσεις και κακουχίες αλλά δεν έβρισκε την γαλήνη που ποθούσε η ψυχή του. Ώσπου μια μέρα καθισμένος κάτω από το δέντρο Bodhi (το δέντρο της Σοφίας) άκουσε μια κοπέλα, που τον έσωσε όταν του πρόσφερε ένα ταπεινό φαγητό, να τραγουδά:
…όταν το βίνα είναι πολύ τεντωμένο, το βίνα σπάει. Όταν το Βίνα είναι πολύ χαλαρό το βίνα δεν μπορεί να παίξει….».
Τότε φωτίστηκε και ανακάλυψε τις 4 μεγάλες αλήθειες που οδηγούν στην Ατραπό του Μέσου που είναι σύμφωνη με την Ατραπό του Νόμου, του Δαρμάν.
1) Η Πρώτη αναφέρεται στον Πόνο. Όλα τα εκδηλωμένα επηρεάζονται από τον Πόνο.
2) Η δεύτερη στην Αιτία του πόνου που είναι η Μάγια αυτού του κόσμου. Το να πιστεύει κανείς για αληθινό και αιώνιο ότι είναι πρόσκαιρο και απατηλό.
3) Η Τρίτη αφορά στην εξάλειψη του πόνου, η οποία μπορεί να επιτευθχεί μόνο όταν διοχετεύεται η δίψα για ζωή προς το ανώτερο εγώ.
4) Στην 4 αλήθεια μιλά για αυτή την Ατραπό μέσω της οποίας μπορεί να το επιτύχει αυτό. Είναι η Ευγενής Οκταπλή Ατραπός που οδηγεί στην εξάλειψη του πόνου και περιέχει τα εξής σκαλοπάτια: Ορθές Αντιλήψεις, Ορθές Αποφάσεις, Ορθές Ομιλίες, Ορθή Συμπεριφορά, Ορθά Μέσα Ζωής, Ορθή Προσπάθεια, Ορθή Σκέψη και Ορθή συγκέντρωση.
Η ταινία διαπραγματεύεται το θέμα του πόνου και της ηδονής. Ο έρωτας κινείται μέσα από αυτές τις δύο καταστάσεις. Άλλωστε εξαιτίας του έρωτα έλκεται μια ψυχή από τον ουρανού να κατέβει στη γη, στον κόσμο της Μάγια. Πόνος και ηδονή είναι πολλές φορές σαν ένα νόμισμα με δύο όψεις. Μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο;
Ο πρωταγωνιστής είναι ένας
μοναχός που μπήκε στο μοναστήρι από τα 5 του χρόνια και κατάφερε να
απομονωθεί σε ένα κελί για 3 χρόνια, 3μήνες, 3βδομάδες και 3 μέρες!. Το 3
είναι ένας ιερός αριθμός στον Βουδισμό. Αποτελεί την ουσία του
υψηλότερου Πνευματικού Όντος, του τριπλού ηλιακού λόγου. Τριπλή είναι
και η έκφραση της Μονάδας σαν Βούληση, Αγάπη και Διάνοια. Μετά λοιπόν 3
χρόνια έρχονται ο δάσκαλός του κι άλλοι μοναχοί του μοναστηριού να τον
βοηθήσουν να επιστρέψει. Τον βρίσκουν σε μια αποστεωμένη και άθλια
σωματική κατάσταση. Έχει κυριαρχήσει πάνω στο σώμα του και του επέβαλε
να μην τον ενοχλεί στην εξάσκηση του διαλογισμού του. Οι λειτουργίες
όμως του σώματος συνέχιζαν να υφίστανται και χωρίς την συνείδηση
παρούσα. Έτσι τα μαλλιά του μεγαλώσανε και λαδώσανε με τον καιρό, τα
νύχια του γίνανε τεράστια και γαμψά. Οι υπόλοιποι ιερείς καλούνται να
καθαρίσουν αυτό το ακάθαρτο σώμα, για να το κάνουν πάλι κάπως αγνό να
μπορέσει να επιστρέψει το πνεύμα από τις σφαίρες αναζήτησης και γαλήνης,
πιο εξασκημένο πλέον. Οι υπόλοιποι μοναχοί τον τιμούν για την
προσπάθεια του και τον σέβονται.
Όμως ξαφνικά όλα αυτά δεν έχουν πια καμία σημασία για αυτόν στην θέα και μόνο ενός γυναικείου στήθους, μιας μητέρας που θηλάζει το μωρό της. Ο πόθος μέσα του ξεχειλίζει κι όσο και να θέλει να τον πνίξει εκείνος εμφανίζεται στα όνειρά του και σιγά σιγά του γεννά αμφιβολίες.
Για τους Βουδιστές, το σώμα που εμποδίζει την εκδήλωση του πνεύματος δεν αποτελείται μόνο από τον φυσικό φορέα. Υπάρχει το αστρικό σώμα των συναισθημάτων (Λίγκα Ζαρίρα) αλλά και το νοητικό σώμα, ο νους των επιθυμιών (Κάμα Μάνας). Ο μοναχός μπορεί να κατάφερε να τιθασεύσει για λίγο τις λειτουργίες του πιο υλικού του σώματος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι νίκησε την ύλη, γιατί υπάρχουν πιο λεπτές μορφές οι οποίες συνεχίζουν να εγκλωβίζουν το πνεύμα. Νοιώθει οι επιθυμίες και οι ανάγκες που του δημιουργούν αυτοί οι φορείς να είναι τόσο έντονες που να μην μπορεί να τις παλέψει. «….Ακόμη κι εκείνος έζησε ως τα 29 του σαν άνθρωπος! Πώς ξέρουμε ότι η φώτισή του δεν ήταν αποτέλεσμα της γήινής του ύπαρξης;» λέει για τον Βούδα στον δάσκαλό του. «…Πού είναι η ελευθερία που μου υποσχέθηκες μετά από αυστηρή πειθαρχία; Πού είναι η ικανοποίηση από τον όρκο αγαμίας;….» Μιλά η εγκλωβισμένη ψυχή, γεμάτη από 1000 ακατανίκητες επιθυμίες. Θέλει να ζήσει, να αισθανθεί, να ερωτευτεί, να πονέσει ακόμη. Θυμάται τα λόγια του Βούδα «….Δεν πρέπει να δεχτείτε την διδασκαλία μου μέχρι να την καταλάβετε από την δική σας σκοπιά…»
Αποφασίζει να αφήσει την μοναστική ζωή λέγοντας «…υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να ξεχάσουμε ώστε να μάθουμε, και υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να κατέχουμε για να τα αποκηρύξουμε».
Σε αυτή την πρόταση πιθανά να κρύβεται όλο το νόημα της εξέλιξης έτσι όπως την καταλαβαίνει ο Βουδισμός. Η ψυχή ξεχνάει την θεία της προέλευση για να μάθει, να πάρει εμπειρίες. Όταν βουτηχτεί στην ύλη, κι αποκτήσει αγαθά που θα γίνουν τα δεσμά της θα πρέπει να τα αποκηρύξει για να ελευθερωθεί, όμως τότε πια ξέρει. Αναγνωρίζει την θεία της προέλευση συνειδητά. Έχει κατακτήσει τον στόχο της.
Έτσι λοιπόν ο Πρωταγωνιστής εγκαταλείπει το μοναστήρι νύχτα και φεύγει σαν τον κλέφτη, όπως
κάποτε
έκανε κι ο Βούδας εγκαταλείποντας το παλάτι του. Όχι όμως για να σώσει
την ψυχή του, αλλά για την γνωρίσει. Παντρεύεται, κάνει παιδί, γίνεται
γεωργός, παλεύει για το βιός του, αντιμετωπίζει εκμεταλλευτές που θέλουν
να τον κοροϊδέψουν, βιώνει κάθε καλή και κακή στιγμή στην ζωή ενός
συνηθισμένου ανθρώπου. Και πέφτει στην πιο κοινή «αμαρτία», την
μοιχεία. Αυτή η πράξη τον οδηγεί στην δεύτερη κρίση. Απογοητεύεται με
τον εαυτό του, με τις επιλογές του, αισθάνεται ότι δεν προχωρά, ότι έχει
ξεχάσει την πάλη με τις αισθήσεις και αυτό είναι λάθος. Και τότε
αποφασίζει πάλι να φύγει. Εγκαταλείπει νύχτα, γυναίκα και παιδί και
φεύγει σαν τον κλέφτη για να ξαναγυρίσει στο μοναστήρι, στην γαλήνη του
νου, κάτω από την προστασία των πνευμάτων και την καθοδήγηση του
δασκάλου. Έχει πάρει πια εμπειρίες, τώρα πλέον ξέρει…. Στη στροφή του
δρόμου όμως τον περιμένει η γυναίκα του. Έχει δημιουργήσει κάρμα, έχει δημιουργήσει δεσμά κι αυτά δεν κόβονται μες στη νύχτα τόσο απλά…
«…..Γιοσάνταρα, ξέρεις αυτό το όνομα; Eίχε παντρευτεί τον Βούδα, τον αγαπούσε πολύ. Μια νύχτα ο Σιντάρτα την άφησε με τον γιό της για να αναζητήσει την φώτιση και να γίνει Βούδας. Η Γιοσάνταρα είχε δείξει συμπόνια στους αρρώστους και στους πάσχοντες πολύ πριν ο Σιντάρτα καταλάβει τι θα πει δυστηχία. Όμως πώς μπορεί μια μητέρα να αφήσει το παιδί της μες στη νύχτα; Ποιος δεν μπορεί να πει ότι εκείνη δεν του χάρισε την φώτιση; …» Τα λόγια αυτά ξεσκίζουν την ψυχή του, κάνουν την επιλογή ακόμη πιο δύσκολη. Το κάρμα που δημιούργησε δεν το ξεχρέωσε και τον καλεί πίσω. Αυτός μετανιώνει, καταλαβαίνει το χρέος, αλλά η γυναίκα του τον απαλλάσσει από αυτό το χρέος, φεύγοντας του λέει μια μεγάλη αλήθεια. «Αν σκεφτόσουν το Ντάρμα με την ίδια ένταση αγάπης και πάθους που έχεις δείξει σε μένα, θα γινόσουν ένας Βούδας μέσα σε αυτό το σώμα και σε αυτή την ζωή..» Δεν είναι πια η γυναίκα του, είναι το σύμβολο της σοφίας της ίδιας μας της ψυχής. Από αυτήν δεν μπορεί να κρύψει κανείς τίποτα. Και ποια είναι τελικά η μια επιθυμία που πρέπει να ελέγξει κανείς; Ισως η ικανοποίηση των 1000 επιθυμιών……Η ταινία τελειώνει, αλλά η πραγματική αναζήτηση του πρωταγωνιστή μόλις αρχίζει…
Αν και δεν είναι γνωστό το πότε ακριβώς εμφανίστηκε για πρώτη φορά αυτή η αντίληψη, ωστόσο περιέχεται στις Ουπανισάδες ενώ κατά τον 6ο Π.Κ.Ε αιώνα αποτέλεσε μέρος της διδασκαλίας του Βούδα και του Μαχάβιρά.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη ινδουιστική αντίληψη για τη Σαμσάρα δεν μετενσαρκώνεται και κατά συνέπεια ούτε και υπόκειται στον κύκλο του Κάρμα ο υπερβατικός εαυτός δηλαδή το 'Ατμαν ή Πούρουσα των Ινδουϊστών, αλλά η ψυχή "τζίβα" κάθε ανθρώπου, η οποία ανάλογα με την ποιότητα των πράξεων κατά τη διάρκεια της ζωής παίρνει και την ανάλογη κατεύθυνση μετά θάνατον. Η ενάρετη ζωή οδηγεί στο δρόμο των θεών, "ντεβαγιάνα", που καταλήγει στην κατοικία του Μπράχμαν από την οποία οι ενάρετοι δεν θα επιστρέψουν ποτέ πίσω στη γη ενώ όσοι εκτελούν κακές πράξεις εισέρχονται μέσω των προγόνων στο δρόμο του φεγγαριού από όπου και θα επιστρέψουν ξανά στη γη σαν σταγόνες βροχής. Οι ψυχές θα εισέλθουν στα φυτά και μέσω αυτών, όταν αυτά φαγωθούν, θα εισχωρήσουν στο σπέρμα ανθρώπων ή ζώων από το οποίο θα ξαναγεννηθούν. Όσοι έζησαν ενάρετη ζωή επιβιώνουν ως άνθρωποι που ανήκουν σε μια από τις τρεις ανώτερες τάξεις. Στην αντίθετη περίπτωση θα βρεθούν στην κόλαση ή θα επαναγεννηθούν με τη μορφή ανθρώπου κατώτερης κάστας, ζώου, εντόμου ή φυτού.
Στο βουδισμό η έννοια της Σαμσάρα είναι συννώνυμη μιας διαρκούς κατάστασης δημιουργίας και καταστροφής, σύνθεσης και εξαφάνισης που κυριαρχείται από την αρχή της εξαρτώμενης προέλευσης (πρατίτυα σαμουτπάντα}. Αυτό που επαναβιώνει σε κάθε γέννηση είναι το σύνολο των πέντε "συσσωρεύσεων" ή σκάντας (ύλη, αίσθηση, αντίληψη, βούληση, συνείδηση) που αποτελούν την ανθρώπινη οντότητα. Τα πέντε σκάντας μεταφέρονται από ύπαρξη σε ύπαρξη μέσω της αρχής του Κάρμα.
Οι τζαϊνιστές πιστεύουν ότι η Σαμσάρα είναι μία διαδικασία παγίδευσης της ψυχής από το Κάρμα το οποίο δεν στερείται υπόστασης, ως ουσία που προσκολλάται στην ψυχή έως ότου επέλθει η τελική της λύτρωση. Αν και δεν εξηγούν το πως οι ψυχές μεταπηδούν από τον ένα φορέα στον άλλο μεταξύ των γεννήσεων, ωστόσο πιστεύουν ότι η μετενσάρκωση της ψυχής επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο χωρίς να μεσολαβεί κάποιο διάστημα μεταξύ των δύο.
Πηγές
- Μπλαβάτσκυ Ελενα Π. 1995, Βίβλος Αποκρυφισμού, Εκδόσεις Κέδρος
- Μπέγζος Μ. 2000, Θρησκειολογικό Λεξικό, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Ο Βούδας είναι το πρότυπο του ενσαρκωμένου που έγινε θεός, καθώς γλίτωσε από τα δεσμά της Samsara. Για να το καταφέρει αυτό εγκατέλειψε πρώτα τα πλούτη και την δόξα (μια και ήταν πρίγκιπας ενός μικρού κρατιδίου), εγκατέλειψε την γυναίκα και το παιδί που είχε και ξεκίνησε την αναζήτηση του Δάρμα. Έθεσε το σώμα του σε τρομερές στερήσεις και κακουχίες αλλά δεν έβρισκε την γαλήνη που ποθούσε η ψυχή του. Ώσπου μια μέρα καθισμένος κάτω από το δέντρο Bodhi (το δέντρο της Σοφίας) άκουσε μια κοπέλα, που τον έσωσε όταν του πρόσφερε ένα ταπεινό φαγητό, να τραγουδά:
…όταν το βίνα είναι πολύ τεντωμένο, το βίνα σπάει. Όταν το Βίνα είναι πολύ χαλαρό το βίνα δεν μπορεί να παίξει….».
Τότε φωτίστηκε και ανακάλυψε τις 4 μεγάλες αλήθειες που οδηγούν στην Ατραπό του Μέσου που είναι σύμφωνη με την Ατραπό του Νόμου, του Δαρμάν.
1) Η Πρώτη αναφέρεται στον Πόνο. Όλα τα εκδηλωμένα επηρεάζονται από τον Πόνο.
2) Η δεύτερη στην Αιτία του πόνου που είναι η Μάγια αυτού του κόσμου. Το να πιστεύει κανείς για αληθινό και αιώνιο ότι είναι πρόσκαιρο και απατηλό.
3) Η Τρίτη αφορά στην εξάλειψη του πόνου, η οποία μπορεί να επιτευθχεί μόνο όταν διοχετεύεται η δίψα για ζωή προς το ανώτερο εγώ.
4) Στην 4 αλήθεια μιλά για αυτή την Ατραπό μέσω της οποίας μπορεί να το επιτύχει αυτό. Είναι η Ευγενής Οκταπλή Ατραπός που οδηγεί στην εξάλειψη του πόνου και περιέχει τα εξής σκαλοπάτια: Ορθές Αντιλήψεις, Ορθές Αποφάσεις, Ορθές Ομιλίες, Ορθή Συμπεριφορά, Ορθά Μέσα Ζωής, Ορθή Προσπάθεια, Ορθή Σκέψη και Ορθή συγκέντρωση.
Η ταινία διαπραγματεύεται το θέμα του πόνου και της ηδονής. Ο έρωτας κινείται μέσα από αυτές τις δύο καταστάσεις. Άλλωστε εξαιτίας του έρωτα έλκεται μια ψυχή από τον ουρανού να κατέβει στη γη, στον κόσμο της Μάγια. Πόνος και ηδονή είναι πολλές φορές σαν ένα νόμισμα με δύο όψεις. Μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο;
Ο πρωταγωνιστής είναι ένας

Όμως ξαφνικά όλα αυτά δεν έχουν πια καμία σημασία για αυτόν στην θέα και μόνο ενός γυναικείου στήθους, μιας μητέρας που θηλάζει το μωρό της. Ο πόθος μέσα του ξεχειλίζει κι όσο και να θέλει να τον πνίξει εκείνος εμφανίζεται στα όνειρά του και σιγά σιγά του γεννά αμφιβολίες.
Για τους Βουδιστές, το σώμα που εμποδίζει την εκδήλωση του πνεύματος δεν αποτελείται μόνο από τον φυσικό φορέα. Υπάρχει το αστρικό σώμα των συναισθημάτων (Λίγκα Ζαρίρα) αλλά και το νοητικό σώμα, ο νους των επιθυμιών (Κάμα Μάνας). Ο μοναχός μπορεί να κατάφερε να τιθασεύσει για λίγο τις λειτουργίες του πιο υλικού του σώματος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι νίκησε την ύλη, γιατί υπάρχουν πιο λεπτές μορφές οι οποίες συνεχίζουν να εγκλωβίζουν το πνεύμα. Νοιώθει οι επιθυμίες και οι ανάγκες που του δημιουργούν αυτοί οι φορείς να είναι τόσο έντονες που να μην μπορεί να τις παλέψει. «….Ακόμη κι εκείνος έζησε ως τα 29 του σαν άνθρωπος! Πώς ξέρουμε ότι η φώτισή του δεν ήταν αποτέλεσμα της γήινής του ύπαρξης;» λέει για τον Βούδα στον δάσκαλό του. «…Πού είναι η ελευθερία που μου υποσχέθηκες μετά από αυστηρή πειθαρχία; Πού είναι η ικανοποίηση από τον όρκο αγαμίας;….» Μιλά η εγκλωβισμένη ψυχή, γεμάτη από 1000 ακατανίκητες επιθυμίες. Θέλει να ζήσει, να αισθανθεί, να ερωτευτεί, να πονέσει ακόμη. Θυμάται τα λόγια του Βούδα «….Δεν πρέπει να δεχτείτε την διδασκαλία μου μέχρι να την καταλάβετε από την δική σας σκοπιά…»
Αποφασίζει να αφήσει την μοναστική ζωή λέγοντας «…υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να ξεχάσουμε ώστε να μάθουμε, και υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να κατέχουμε για να τα αποκηρύξουμε».
Σε αυτή την πρόταση πιθανά να κρύβεται όλο το νόημα της εξέλιξης έτσι όπως την καταλαβαίνει ο Βουδισμός. Η ψυχή ξεχνάει την θεία της προέλευση για να μάθει, να πάρει εμπειρίες. Όταν βουτηχτεί στην ύλη, κι αποκτήσει αγαθά που θα γίνουν τα δεσμά της θα πρέπει να τα αποκηρύξει για να ελευθερωθεί, όμως τότε πια ξέρει. Αναγνωρίζει την θεία της προέλευση συνειδητά. Έχει κατακτήσει τον στόχο της.
Έτσι λοιπόν ο Πρωταγωνιστής εγκαταλείπει το μοναστήρι νύχτα και φεύγει σαν τον κλέφτη, όπως

«…..Γιοσάνταρα, ξέρεις αυτό το όνομα; Eίχε παντρευτεί τον Βούδα, τον αγαπούσε πολύ. Μια νύχτα ο Σιντάρτα την άφησε με τον γιό της για να αναζητήσει την φώτιση και να γίνει Βούδας. Η Γιοσάνταρα είχε δείξει συμπόνια στους αρρώστους και στους πάσχοντες πολύ πριν ο Σιντάρτα καταλάβει τι θα πει δυστηχία. Όμως πώς μπορεί μια μητέρα να αφήσει το παιδί της μες στη νύχτα; Ποιος δεν μπορεί να πει ότι εκείνη δεν του χάρισε την φώτιση; …» Τα λόγια αυτά ξεσκίζουν την ψυχή του, κάνουν την επιλογή ακόμη πιο δύσκολη. Το κάρμα που δημιούργησε δεν το ξεχρέωσε και τον καλεί πίσω. Αυτός μετανιώνει, καταλαβαίνει το χρέος, αλλά η γυναίκα του τον απαλλάσσει από αυτό το χρέος, φεύγοντας του λέει μια μεγάλη αλήθεια. «Αν σκεφτόσουν το Ντάρμα με την ίδια ένταση αγάπης και πάθους που έχεις δείξει σε μένα, θα γινόσουν ένας Βούδας μέσα σε αυτό το σώμα και σε αυτή την ζωή..» Δεν είναι πια η γυναίκα του, είναι το σύμβολο της σοφίας της ίδιας μας της ψυχής. Από αυτήν δεν μπορεί να κρύψει κανείς τίποτα. Και ποια είναι τελικά η μια επιθυμία που πρέπει να ελέγξει κανείς; Ισως η ικανοποίηση των 1000 επιθυμιών……Η ταινία τελειώνει, αλλά η πραγματική αναζήτηση του πρωταγωνιστή μόλις αρχίζει…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου