Αφιέρωμα σε έναν (υπέρ)καλλιτέχνη που γεννήθηκε...σαν σήμερα.
Θανάσης Τριαρίδης
Τα δάκρυα του δάσους
Εικοσιμία σημειώσεις για τον Αντόνιο Γκαουντί
1. Στην αρχή ξεγελιέσαι: νομίζεις πως πρόκειται για ένα στοίχημα τήξης της μορφής, δηλαδή για παρέμβαση της τέχνης στη μορφή - αυτό που συμφωνήσαμε να λέμε μοντερνισμό. Ας πούμε, μια πλάκα σοκολάτας που λιώνει στον ήλιο. Μετά καταλαβαίνεις πως έχουμε μια μεταφορά-αναδημιουργία-αναγέννηση της φύσης: παράθυρα δάκρυα, σπίτια σαλιγκάρια, πύργοι δέντρα, μπαλκόνια φύλλα. Δεκαοχτώ έργα – και κάμποσα σχέδια. Στην αρχή άγριο μπαρόκ – κατόπιν άγρια βλάστηση. Γιατί και πώς και τι – και πέρα από αυτά: για πού; Έναν καιρό κλαίγαν τα δάση. Βρέχει’ την άνοιξη θα φουντώσουν οι φυλλωσιές.
2. Η Ουτοπία των αινιγμάτων: ο Λεονάρντο ήταν ο πρώτος που συνειδητά έταξε τον εαυτό του μαιευτήρα της φύσης που γεννά την συνέχειά της – με τον ίδιο τρόπο που ο Μιχαήλ Άγγελος έγινε μαιευτήρας των ιδεών που πίστευε πως ενυπάρχουν στην ύλη. Η μάχη είναι παλιά: ξεκινάει από τότε που ο Πλάτωνας στάθηκε απέναντι στον Ηράκλειτο. Οι ιστορικοί αιώνες περνούνε. Ο Αντόνιο Γκαουντι πήρε τα πράγματα της μετρητοίς: ήταν ο πιο γνήσιος γιος εκείνου του παλιού νόθου γέροντα της Τοσκάνης. Ο χωρατατζής γιδοβοσκός δείχνει ψηλά. Ξεκινούμε.
3. Μεγάλο βιογραφικό λεξικό: Γκαουντί, Αντόνιο, Καταλανός από την αρχή ως το τέλος (25η του Ιουνίου του 1852 - 10η Ιουνίου του 1826). Έφτιαχνε κτήρια, ως εκ τούτου: αρχιτέκτονας – επι της ουσίας ήταν σε εκείνο το τρομερό ενδιάμεσο όπου μπαίνουμε στους ποταμούς και δεν μπαίνουμε. Αποκάλυπτε αρχαίες εξαλλότητες, τα κτήρια είναι ζωντανά και μεγαλώνουν, έλεγε, τα κτήρια δακρύζουν, υπανισσόταν, τα κτήρια ερωτεύονται. Περπατάω στο δάσος. Εκείνος πήρε στα σοβαρά όλες τις συμβάσεις της τέχνης – ήταν ο μόνος που κατάλαβε την Παρθένο των βράχων. Τα σχήματα είναι σήματα: τα δάκρυ, το βελανίδι, το σαλιγκάρι, το μανιτάρι – ήταν ο πρόγονος των Στρουμφ και ο μέγας μύστης του στρουμφοδάσους. Φθινώπορο και το δάσος μυρίζει το μέλλον του.
4. Ήταν ένας καιρός που ετοιμαζόνταν ο σύντομος αιώνας της Χιροσίμα – για πού πηγαίνεις, ξένε, και γυρεύεις το τρίστρατο; Ο Ράσκιν πασχίζει να κάμει χρόνο την ομορφιά. Το μπαρόκ ετοιμάζει τον μεγαλειώδη ρομαντικό του θάνατο. Νίτσε και Βάγκνερ. Ο Δράκουλας διψάει για αίμα – ο Αντεροβγάλτης διψάει για λογική. Στο μεταξύ: μια παρισινή παρέα άλλοτε στην Γκρενουγιέρ κι άλλοτε στη Λεωφόρο των Καπουτσίνων ξαμολιούνται να αποτυπώσουν των χαμένο χρόνο σε μια επιφάνεια. Η Κομμούνα τελειώνει στους τοίχους του Περ Λε Σεζ. Ο Μονέ ζωγραφίζει τα πρώτα του νούφαρα. Ο Βαν Γκογκ μοιράζει τον πυρετό του. Ο Γκογκέν πεθαίνει στην αγκαλιά των κοριτσιών του. Έχουν γεννηθεί και ο Προυστ και ο Χιτλερ και ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ – είμαστε έτοιμοι, λοιπόν. Αυτός ήταν ο καιρός του Αντόνιο Γκαουντί. Κάθε μέρα βρέχει.
5. Ως παιδί υπέφερε από ρευματοπάθειες, μίσησε τις ευθείες, θέλησε να συστρέψει τις Πυραμίδες, τις κολώνες του Παρθενώνα, να πλαγιάσει τους τοίχους, να βαθουλώσει τα πατώματα, να κυμματίσει τα μπαλκόνια, να ανθίσει τις καμινάδες. Ποτέ του δεν παντρεύτηκε, λένε πως ήταν τόσο απορροφημένος στα αλλούτερα σχέδιά του που δεν έσμιξε ποτέ με γυναίκα ή άντρα. Όλα αυτά κάπου πηγαίνουν. Κάθε νύχτα το δάσος αγκαλιάζει την ερημιά μας. Οι νευρώνες του φύλλου. Οι ρίζες μιας βελανιδιάς. Οι αρτηρίες μιας ανθρώπινης καρδιάς. Να σκεφτούμε τι είναι και τι δεν είναι καμπύλη: καμπύλη είναι ό,τι γεννάει – ευθεία ό,τι χαλάει. Ένα μεγάλο αίνιγμα που θα απαντηθεί με γέννες, μια καινούρια θρησκεία χωρίς θρησκεία, ένας καινούριος ουρανός δίχως γαλάζιο παραβάν, μια καινούρια αλληλουχία δίχως δειλία ή μοναξιά. Οι παπάδες έπρεπε να τον τρέμουν. Εξάλλου εκείνος το είχε πει καθαρά: η Σαγράδα Φαμίλια θα είναι μονάχα η αρχή. Αρχή για τι;
6. Τα τραμ πηγαίνουν προς τα τέρματα. Την 10η Ιουνίου του 1926 ο οδηγός του τραμ δεν μπόρεσε να σταματήσει όταν πετάχτηκε μπροστά του στις ράγες κάποιος άστεγος κλωσάρ γέροντας, ντυμένος με τριμμένα ελεϊνά ρούχα. Μεταφέρθηκε μισοπεθαμένος στο Δημόσιο Νοσοκομείο της Βαρκελώνης’ όταν κατάφερε να ψελίσει το όνομα του σε έναν γιατρό, εκείνος αναπήδησε: ο άστεγος κλοσάρ ήταν ο ξακουστός αρχιτέκτονας της Σαγράδα Φαμίλια και των άλλων θαυμάτων της Βαρκελώνης. Λένε πως του προτάθηκε να μεταφερθεί σε μια ακριβή ιδιωτική κλινική της πόλης – και λένε ακόμη πως εκείνος αρνήθηκε, ψιθυρίζοντας: μα γιατί, η θέση μου είναι ανάμεσα στους ανθρώπους. Η εκκλησία του έμεινε ημιτελής, σαν Γόρδιος Δεσμός – μερικοί αισιόδοξοι ελπίζουν πως θα ολοκληρωθεί στα 2026, τότε που θα συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τον θάνατό του. Μα τι θα πει κεκυρωμένος; Όσα δεν λύνονται, κόβονται. Τα τραμ πηγαίνουν προς τα τέρματα.
7. Τον λογάριασαν για γέννημα του μοντερνισμού, της Άρτ Νουβό, του Γιουνκενστάιλ κι όλων αυτών. Δεν είναι τίποτε από αυτά: ο Γκαουντί δεν ζητάει εικόνες, διακοσμήσεις, αυταπάτες. Ο Γκαουντί ζητάει συνταγές. Θα μπορούσε να ήταν Βυζαντινός φούρναρης, μεσαιωνικός ζαχαροπλάστης, Ελληνοσύρος μάγος, αλχημιστής των Πυρηναίων, ένα παιδί που μαζεύει την βροχή σε ποτήρι. Ο Γκαουντί δεν παραδίνεται. Τον καταλαβαίνεις από την θαμπούρα των σχεδίων του – ας πούμε, εκείνα για την Σαγράδα Φαμίλια ή το αλλούτερο νεοϋρκέζικο ξενοδοχείο που δεν έγινε ποτέ. Να θυμηθείς τον Λεονάρντο: Σχέδιο για την Συντέλεια του Κόσμου. Να θυμηθείς ακόμη: την σκάλα στο πουθενά στον φόντο της Προσκύνησης των Μάγων. Ο Γκαουντί δεν παραδίνεται. Να θυμηθείς ακόμη: την λέξη αμάχατον – είναι από την Σαπφώ. Γλυκόπικρο ερπετό – κανείς δεν του ξεφεύγει.
8. Τους ποιητές δεν χρειάζεται να τους πιστέψει κανένας – τους σκηνοθέτες, τους εφευρέτες και τους αρχιτέκτονες (δηλαδή: τους σκηνοθέτες) πρέπει να τους πιστέψει κάποιος που έχει εξουσία και χρήματα. Ο Λεονάρντο έγινε μαζορέτα του Σφόρτσα και του Βοργιά και του Δήμου της Φλωρεντίας και του Βενετσιάνικου Μεγάλου Συμβουλίου για να εξασφαλίσει τόπο για την αινιγματική Ουτοπία του – μέχρι και στον Βαγιαζίτ τον Β’ είχε προτείνει γέφυρα που θα ένωνε Ευρώπη και Ασία, ώσπου κατέληξε στον Φραγκίσκο τον Πρώτο της Γαλλίας (για να του σχεδιάσει το Σαμπόρ και να πεθάνει). Ο Μιχαήλ Άγγελος κι ο Ραφαήλ Σάντσιο πήγαν στα σιγουρότερα: ήτανε δίπλα στο Βατικανό μέχρι το τέλος τους. Ένας καταλανός μαικήνας γλίτωσε τον Γκαουντί από παρόμια ξεφτιλίκια. Ο Εουσέμπιο Γκουέλ πίστεψε στον Γκαουντί από την αρχή μέχρι το τέλος: δίχως αυτόν μπορεί η τρέλα και η κορδέλα του αλαφροϊσκιωτου αρχιτέκτονα να πήγαιναν στο κενό. Η στήριξη του Γκουέλ έφερε και τους λοιπούς μαικήνες: ας πούμε, τον Ιωσήφ Μπατλιό και τον Περ Μιλά. Τώρα θα χαθούν οι ευθείες, τώρα θα χαλάσουν τα σπαθιά. Ποια να είναι τα δάκρυα του δάσους;
9. Ξεκίνησε με σχέδια εργατικών κατοικιών, σιδερένιους φανοστάτες, προσόψεις μεταμπαρόκ παλατιών. Στο Κάζα Βισένς, τελειωμένο στα 1888, κάνει τα τετράγωνα τετραγωνάκια, τις γωνίες, γωνιούλες, τουβλάκια, πλακάκια, χρωματάκια, βιτρουδάκια, κι από πίσω πέτρες, ζωγραφισμένοι κισσοί και πελαργοί – κάτι σαν αραβικό παλάτι στην καρδιά του βορρά. Τα παιδία παίζει. Πίσω από τα τουβλάκια, παραμύθια που αυξάνονται. Το Κάζα Ελ Καπρίτσιο του 1885 είναι ένα μαυριτανικό διαστημόπλοιο, ένα Ούφο. Τα παιδία παίζει. Βρέχει και δεν σταματά. Κάπου κρυμμένη η καμπύλη περιμένει. Στο Παλάτσο Γκούελ, απέξω οι γοτθικές καταλανικές ευθείες, από μέσα το μαυριτανικό τρέμισμα. Να και ένας αραβοβυζαντινορωμανικός θόλος, να και συστραμμένες καμινάδες, να και καμπύλα παράθυρα. Αυτό κι αν είναι μπαρόκ. Στο Κολλέγιο Τερεσιάνο οι γοτθικές ευθείες αντέχουν για τα καλά – μα κείνες οι τρομερές καμάρες του διαδρόμου πως έχουν προσβληθεί έτσι από την καμπύλη. Στο Μπελεσγκουάρντ τάχα κάποιος γονατισμένος προσεύχεται’ μα τα εντόσθιά του γεμάτα αλχημικά σύνεργα, ζωντανούς τοίχους, δύστροπα παράθυρα, χαμογελαστές πόρτες. Τα παιδία παίζει. Πάμε για Κάζα Καλβέτ και Κάζα Μπατλιό, πάμε και για Πεντρέρα.
10. Η Κάζα Καλβέτ, τελειωμένη με την αρχή του αιώνα, είναι το πρώτο από τα κτήρια του Γκαουντί που πέταξε ρίζες στη γή. Στην πρόσοψη όλα ζωντανά – μόλς και μετα βίας κρατιούνται τα προσχήματα – στην πίσω πρόσωψη τα πράγματα ξεφεύγουν. Η παλιά καμπύλη είναι εδώ. Το αίμα είναι εδώ. Ο επερχόμενος θάνατός μας είναι εδώ. Ο σπειροειδής δρόμος του Λεονάρντο είναι εδώ. Καρέκλες, καναπέδες, καθρέφτες, πόμολα, παράθυρα, θόλοι, κολώνες, γλάστρες. Έξι χρόνια αργότερα, στη Κάζα Μπατλιό δε κρατιέται τίποτε: καρδιά που χτυπάει μέσα στο σώμα, παράθυρα χελιδονοφωλιές, πόρτες κουφάλες δέντρων, παραθυλόφυλλα-φύλλα, καμινάδες – ζαχαρωτα σε πάρτι. Πλάι σε όλα αυτά η ράχη ενός δεινοσαύρου. Ο Γκαουντί δεν παραδίνεται: Οι γωνιές θα χαθούν και όλα θα φανερωθούν ως καμπύλη. Απλή φυσική ιστορία: όση βροχή, τόση βλάστηση.
11. Πεντρέρα θα πει λατομείο. Κάζα Μιλά του 1910. Ο Γκογκέν ήταν ο τελευταίος Μποτιτσέλι – ο Γκαουντί ήταν ο τελευταίος Λεονάρντο. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να κάνει θάλασσα την αρχιτεκτονική. Ένα κλωστήριο νυχτερινής ανάπαυλας. Κυψέλη με μέλλισες. Σκέψου τον Νταλί χωρίς τον Γκαουντί. Τι Αρτ Νουβό και τι μοντερνισμός – εδώ έχουμε ξεφύγει για τα καλά. Ο ακάλυπτος χώρος σαν στόμα. Καμινάδες σαν τα αγάλματα των νησιών του Πάσχα. Ποιον περιμένουν; Θα φέρει η θάλασσα πουλια. Θάλασσα λανθασμένη δεν γίνεται.
12. Αν κανείς φανταστεί τον κόσμο του Γκαουντί ως πολιτεία η Κρύπτη Γκουέλ είναι μήτρα. Ο Γκαουντί δεν παραδίνεται. Η Κρύπτη Γκουέλ είναι εκεί όπου η Παρθένος του γέροντα μάγου γέννησε το μωρό της. Αλλιώς: μια χελώνα που κουβαλά το μεγάλο μυστικό. Θα γινόταν εκκλησία – μα τι εκκλησία; Φυσικά και δεν τέλειωσε ποτέ. Κάθε μέρα βρέχει. Την άνοιξη θα φουντώσουν οι φυλλωσιές. Σχέδιο του 1908 για έναν ουρανοξύστη στη Νέα Υορκη. Να, το μεγάλο μυστικό της Κρύπτης Γκουέλ: μια καμπύλη θα στομώσει την ακμή του σπαθιού. Πύραυλος έτοιμος να αφήσει πίσω του την Ιστορία. Όταν έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι, τον Σεπτέμβριο του 2001, αυτό το σχέδιο προτάθηκε να υλοποιηθεί στη θέση τους. Το σχεδιο απορρίφθηκε. Την ανοιξη θα φουντώσουν οι φυλλωσιές.
13. Πάρκο Γκουέλ. Χώρος προσεδάφισης και απογείωσης. Σήματα. Δάσος μανιταριών. Ηρακλειτος; Κοιμισμένες καραμέλες. Οιδίπους που παίζει τσανταλίνα μανταλίνα. Κήπος μέσα στον κήπο. Φαντάσματα, σκιάχτρα, χιονάνθρωποι. Στρουμφοχωριό. Ο Μινώταυρος. Κοιμήσου, καραμέλα μου, για να σε πιπιλίσω. Παρά την άνοιξη - βρέχει βρέχει, βρέχει. Πόσα είναι αυτά;
14. Σαγράδα Φαμίλια: ο Γκαουντί έζησε μαζί της για πενήντα τρία χρόνια – από το 1883 μέχρι το τέλος. Έταξε σε όλους μια εκκλησία για προσευχή, φόβο και μάντρωμα – δηλαδή τις καθολικές ανάγκες του ανθρώπου. Κατόπιν άρχισε, τάζοντας στον εαυτό του να μην σταματήσει ποτέ. Στα επόμενα πενηντα χρόνια άλλαξε περισσότερες από εκατό φορές τα σχέδια του βραχυκυκλώνοντας τους πάντες - συνεργάτες, τεχνήτες, χρηματοδότες, παπάδες. Κάμποσοι μίλησαν για την μεγαλύτερη αρχιτεκτονικό έργο στην ιστορία – κάμποσοι (ανάμεσά τους κι ο Όργουελ) για φριχτό έκτρωμα. Το είπαν δόξα της καθολικής πίστης, έμβλημα της ανθρώπινης αθεϊας, έργο του διαβόλου, σήμα της μυστικής αλληλουχίας της φύσης. Ω, πώς δυναμώνει η βροχή. Ω, πόσοι και πόσοι λογαριάζουν την Σαγράδα Φαμίλια έργο υπολογισμένο να μην τελειώσει ποτέ. Ω, πώς γίνεται να ζήσουμε δίχως να ξέρουμε, παρά να νιώθουμε. Ο Χριστός είναι η γη, οι στήλοι ομφάλιοι λώροι, οι πύργοι ίμεροι, η Αγία Οικογένεια ένα ημιτελές δέντρο σαν το δέντρο του Λεονάρντο και του Ταρκόφσκι.
15. Αλλιώς: ένα διαστημόπλοιο από την καρδιά της γης που θα εκτοξευτεί στον ουρανό. Οι πύργοι πύραυλοι γιομάτοι αίμα – καύσιμο για την μεγάλη συνάντηση. Το σκάφος ακόμη ανύπαρκτο γιομάτο από όλους. Ναι, ήτανε άξιος γιος του μάγου από το Βίντσι της Τοσκάνης, αποκωδικοποιητής των κάτι σαν χαμόγελο καμπύλων που θα σώσουν τον κόσμο. Ο Γκαουντί δεν παραδόθηκε ποτέ – ακόμη και εκείνη την 10η Ιουνίου του 1926 ξεκίνησε για την ίδια πραγματωμένη Ουτοπία. Στην μεταγλώσσα των σημάτων του, η μεγάλη μοναξιά ενώνεται με την μεγάλη πλησμονή, η μεγάλη αναμονή ενώνεται με την μεγάλη βροχή, η Μεγάλη Άρκτος με τη Μικρή, το μεγάλο μυστικό με την πιο ασήμαντη κοινοτυπία: βρέχει και είμαι μέσα στη βροχή – περπτάω και είμαι μέσα στο δάσος.
16. Τα τραμ πηγαίνουν προς τα τέρματα. Ο μεγαλύτερος παγανιστής του καιρού του πέθανε. Φαντάσου την Πιετά Ροντανίνι στο Πάρκο Γκουέλ. Μετά την Σαγράδα Φαμίλια τελειώνουν οι ιστορικοί αιώνες. Ένα παραμύθι παραμύθι ξεκινά. Δεινόσαυροι, κροκόδειλοι και σαλιγκάρια έρχονται γύρω σου. Ποιος μιλάει;
17. Παραμύθι παραμύθι: μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κοπέλα που αγαπιότανε με ένα δάσος. Μωρό την είχανε φέρει εκεί τα τσακάλια, την θήλασαν οι λύκοι, την νανούρισαν τα φίδια. Όταν μεγάλωσε, έγινε η Παναγία του Δάσους – κάθε βράδυ έσμιγε μ’ ένα δέντρο. Και ψήλωναν τα δέντρα και μεγάλωναν με την λαχτάρα της. Κάποτε ήρθε ένας Βασιλιάς στο δάσος – κουβαλούσε μαζί του στρατό, όπως συνήθως. Βρήκε μια τρίχα από τα μαλλιά εκείνης της Παναγίας και την αγάπησε τρελά. Έβαλε τους ντελάληδές του να την φωνάξουν, τάζοντας της γάμους και παλάτια. Κι όταν είδε πως εκείνη δεν φανερώνονταν, ο βασιλιάς έκαμε τον εκβιασμό του: αν η κοπέλα δεν γίνονταν δική του ευθύς αμέσως, θα έκοβε όλα τα δέντρα του δάσους. Τότε η Παναγία έσμιξε με το πρώτο δέντρο που πήγε να κόψει ο Βασιλιάς – μαζί με τον κορμό του έκοψε και τον λαιμό της κοπέλας. Έτρεξε καταγής το μαύρο της αίμα.
18. Μεμιάς από κάθε δέντρο κύλησαν δάκρυα, δάκρυα γιομάτα με παμπάλαια χρώματα και ανέμους. Κι ήρθαν και τύλιξαν το κομμένο κεφάλι της Παναγιάς και το ζωντάνεψαν. Κι όσην ζωή έδωσαν σε εκείνη, άλλο τόσο όλεθρο έδωσαν στον Βασιλιά και στους στρατιώτες, καθώς τους πέτρωσαν όλους. Μήτε ένας γλίτωσε από ολάκερο στρατό. Έτσι έμεινε ζωντανή η Παναγία’ και καθώς δεν μπορούσε να σμίξει πια με τους κορμούς –είχε χαμένο το σώμα της-, έβγαλε ρίζες και κλαδιά. Κι άρχισε να αγγίζεται με τα δέντρα και να αγκαλιάζεται και να φιλιέται και να ενώνεται μαζί τους – κι άρχισε ακόμη να αγκαλιάζεται με τις πέτρες που ήσαν οι φονιάδες της και να τυλίγεται γύρω τους. Και τα βράδια εκείνη η αποκεφαλισμένη τραγουδούσε κάτι σαν νανούρισμα’ και τα δέντρα κλαίγανε για να την μεγαλώσουν κι άλλο και να την αγκαλιάσουν όλο και περισσότερο. Και κανένας βασιλιάς δεν περνούσε πια με τους φονιάδες του μέσα από το δακρυσμένο δάσος.
19. Το παραμύθι παραμύθι τέλειωσε. Από το πάρκο μέχρι εδώ, η σειρήνα του εκατό, ακούς, ουρλιάζει. Όσοι εξακολουθούν να μην κοιμούνται, το κάνουν πλέον με δική τους ευθύνη. Παραδώσου κι άνοιξε την τηλεόραση – αν σταμάτησε η βροχή θα το πούνε.
20. Μετά τον Γκαουντί ήρθε ο Φράνκο, οι φασίστες, τα στούκας στην Γκουέρνικα, μετά τον Γκαουντί ήρθε το Μπαουχάουζ, οι τρομερές ευθείες και οι τρομερές γωνίες, ο Διεθνής Ρυθμός, ο Χίτλερ, η Νυρεμβέργη, η Λένι Ρίνφεσταλ και ο Άλμπερτ Σπέερ, το οπλισμένο σκυρόδεμα, μετά τον Γκαουντί ήρθαν οι Αμερικάνοι και το μανιτάρι της Χιροσίμα. Η Πεντρέρα, η Κάζα Μπατλιό, η Σαγράδα Φαμίλια, το Πάρκο Γκουέλ κι όλα τα υπόλοιπα γεννήματα του δακρυσμένου δάσους καταμετρήθηκαν, καταγράφηκαν, κατατάχτηκαν, γίναν τουριστικό αξιοθέατο–γραφικότητα–μια άσκοπη φαντασμαγορία–ένα απολίθωμα κάποιου φουρτουνιασμένου παραμυθατζή που έζησε, πέθανε και πάει. Όποιος πλησιάζει να το ξέρει: στέγνωσαν τα δάκρυα του δάσους – ειδεμή να του φέρουμε τους ψυχιάτρους.
21. Τα δάκρυα του δάσους συνεχίζουν. Ανθισμένα συρματοπλέγματα γύρω από τα τρελάδικα, ανθισμένα συματοπλέγματα γύρω από το γυμνό μας σώμα. Ω ναι: προσδοκώ παράθυρα δάκρυα, σπίτια σαλιγκάρια, πύργους βελανιδιές, καμινάδες – ηφαίστεια, πολιτείες που θα βλαστήσουν και θα χαθούν κάτω από την αχαλίνωτη φυλλωσιά τους. Μην παραδίνεσαι. Μέσα στην κλειστή παλάμη – κάτω από τα κλειστά βλέφαρα – στην κέντρο των κλειστών μπουμπουκιών, εκεί, εκεί, εκεί, φωλιάζει κάτι ανάρμοστο, ακατανόητο, ανίκητο, απόρθητο, αμάχατον. Μην παραδίνεσαι. Κάποτε θα έρθει ένας μεγάλος αγέρας κι όλοι θα τον πούνε συντέλεια’ τότε μέσα στον χαμό ένας αλαφροϊσκιωτος, χαζοχαρούμενος, φεγγαροχτυπημένος θα σηκωθεί ορθός και θα φωνάξει μόνος απέναντι στους ιστορικούς αιώνες: νάτη, επιτέλους νάτη, η καμπύλη που στομώνει την ακμή του σπαθιού.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό MAUVE, τεύχος 3, Απρίλιος 2004)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου